συντηρητικός

συντηρητικός
-ή, -ό / συντηρητικός, -ή, -όν, ΝΑ [συντηρῶ (II)]
1. κατάλληλος για συντήρηση
2. αυτός που γίνεται για συντήρηση, για προφύλαξη («συντηρητικά μέτρα»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) οπαδός τού συντηρητισμού
β) (γενικά) άνθρωπος με παλαιές αντιλήψεις
2. το αρσ. ως ουσ. ο συντηρητικός
(σε ορισμένες χώρες) μέλος τού συντηρητικού κόμματος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συντηρητικά
οι συντηρητικές ουσίες
4. φρ. α) «συντηρητική δύναμη»
φυσ. κάθε δύναμη η οποία εξαρτάται μόνον από την απόσταση που χωρίζει δύο αλληλεπιδρώντα σώματα, όπως είναι η δύναμη τής βαρύτητας που ασκείται ανάμεσα στη Γη και σε μια άλλη μάζα
β) «συντηρητικές ουσίες»
(τροφ. τεχνολ.) γενική ονομασία ομάδας ουσιών οι οποίες προστίθενται σε πολύ μικρές ποσότητες στα τρόφιμα για να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την καταστροφή τους, που προκαλείται από χημικές αντιδράσεις, όπως είναι λ.χ. η οξείδωση, ή οι προκαλούμενες από την ανάπτυξη μούχλας
γ) «συντηρητική απόδειξη»
(νομ.) είδος έκτακτης απόδειξης που αφορά τους ισχυρισμούς οι οποίοι κινδυνεύουν να καταστούν αναπόδεικτοι για διαφόρους λόγους και η οποία διεξάγεται ύστερα από αίτηση τών διαδίκων και σχετική άδεια τού δικαστηρίου
δ) «συντηρητική κατάσχεση»
(νομ.) ασφαλιστικό μέτρο που αποσκοπεί στην εξασφάλιση τής μελλοντικής ικανοποίησης χρηματικών ή, γενικότερα, περιουσιακών απαιτήσεων
ε) «συντηρητικό κόμμα»
(πολ.) ονομασία διαφόρων πολιτικών κομμάτων ορισμένων χωρών.
επίρρ...
συντηρητικώς και συντηρητικά Ν
κατά τρόπο συντηρητικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συντηρητικός — preservative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κατάλληλος για συντήρηση, διαφύλαξη κάποιου πράγματος: Έριξαν μέσα στο κρασί συντηρητικές ουσίες. «Συντηρητικά μέτρα», προφυλακτικά μέτρα. 2. οπαδός του συντηρητισμού: Οισυντηρητικοί έχασαν τις εκλογές. – Το κόμμα αυτό είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντηρητικά — συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc pl συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc/acc dual συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικόν — συντηρητικός preservative masc acc sg συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικαί — συντηρητικός preservative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικοί — συντηρητικός preservative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικῆς — συντηρητικός preservative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικῇ — συντηρητικός preservative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητική — συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικήν — συντηρητικός preservative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”